- ἐπιχαιρεκακία
- ἐπιχαιρεκᾰκ-ία, ἡ,A joy over one's neighbour's misfortune, spite, malignity, Arist.EN1107a10, Ph.2.394, Plu.2.91b, etc.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐπιχαιρεκακία — ἐπιχαιρεκακίᾱ , ἐπιχαιρεκακία joy over one s neighbour s misfortune fem nom/voc/acc dual ἐπιχαιρεκακίᾱ , ἐπιχαιρεκακία joy over one s neighbour s misfortune fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιχαιρεκακία — η (AM ἐπιχαιρεκακία) χαρά, ψυχική ικανοποίηση για το κακό που παθαίνει κάποιος άλλος … Dictionary of Greek
ἐπιχαιρεκακίας — ἐπιχαιρεκακίᾱς , ἐπιχαιρεκακία joy over one s neighbour s misfortune fem acc pl ἐπιχαιρεκακίᾱς , ἐπιχαιρεκακία joy over one s neighbour s misfortune fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχαιρεκακίαι — ἐπιχαιρεκακίᾱͅ , ἐπιχαιρεκακία joy over one s neighbour s misfortune fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιχαιρεκακίαν — ἐπιχαιρεκακίᾱν , ἐπιχαιρεκακία joy over one s neighbour s misfortune fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Schadenfreude — i/ˈʃɑːd … Wikipedia
επίχαρμα — ἐπίχαρμα, τὸ (AM) το αντικείμενο τής επιχαιρεκακίας, εκείνος που προκαλεί σε κάποιον την επιχαιρεκακία αρχ. η χαιρεκακία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χάρ μα < θ. χαρ (πρβλ. έ χάρ ην)] … Dictionary of Greek
επιχάρτης — ἐπιχάρτης, ὁ (Α) αυτός που αισθάνεται επιχαιρεκακία … Dictionary of Greek